οἰκίσκον, τὸν
Ερμηνεία:
[οἰκίσκος, ὁ [μικρός οίκος, σπιτάκι] [υποκοριστικό του οίκος]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) οἶκος, Καινή Διαθήκη 112 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα… [Ο έρωτας στα χιόνια]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|